- νυχθημερινός
- νυχθημερινός, -ή, -όν (Α) [νυχθήμερος (Ι)]νυχθήμερος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυχθημερινῶν — νυχθημερινός fem gen pl νυχθημερινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχθημερινοῦ — νυχθημερινός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχθημερινῇ — νυχθημερινός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχθημερινῷ — νυχθημερινός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek